- διαρτίζω
- V 0-0-0-2-0=2 Jb 33,6(bis)to mould, to form; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διαρτίζω — mould pres subj act 1st sg διαρτίζω mould pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτιζόντων — διαρτίζω mould pres part act masc/neut gen pl διαρτίζω mould pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίσαι — διαρτίζω mould aor inf act διαρτίσαῑ , διαρτίζω mould aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίζειν — διαρτίζω mould pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίζεται — διαρτίζω mould pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίζων — διαρτίζω mould pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρτίσας — διαρτίσᾱς , διαρτίζω mould aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)